(Το δημοσίευσα για πρώτη φορά στις 10-9-2007)
Σήμερα πολλοί πολιτικοί,
συνδικαλιστές κ.α., διατείνονται ότι οι πολίτες αδιαφορούν. «Τι να κάνουμε;
Εμείς προσπαθούμε συνεχώς, αλλά οι πολίτες δεν ανταποκρίνονται», είναι η
πιο συνηθισμένη απάντησή τους, όταν τίθεται σχετικό ερώτημα. Και ωσάν μεσσίας ο κάθε ευφάνταστος
πολιτικός, συνδικαλιστής κλπ, που θεωρεί εαυτόν κάτι σαν «πεφωτισμένη αυθεντία»
θεωρεί χρέος του να σώσει τον κόσμο όλο, ενώ στην ουσία δεν μπορεί να σώσει
ούτε τον εαυτό του!
Η κατεστημένη-συντηρητική λοιπόν
πρακτική, με την κατακόρυφη-πυραμιδωτή
δομή της (στην κορυφή ο ισχυρότερος, πιο κάτω οι λιγότεροι ισχυροί και
στον πάτο ο λαός, οι εργαζόμενοι κλπ), φυσικά και ευνοεί την ενίσχυση της
παραπάνω εκδοχής, διότι έτσι:
-Ο πολιτικός, συνδικαλιστής
«αυθεντία» δεν νοείται να ελέγχεται επί της ουσίας από τον «αδαή» λαό (ή τους
«ανήξερους» εργαζόμενους), ο οποίος έχει βέβαια την υποχρέωση να προσέρχεται στις
εκλογές για να επιλέξει για κάτι αόριστο-θολό-αδιευκρίνιστο, που κατά την παραπάνω αντίληψη δεν είναι
άξιος να κρίνει.
-Επομένως τι και πως θα κρίνει;
Εφόσον λοιπόν ο πολίτης, σύμφωνα με το «αξίωμα της αυθεντίας» είναι «ανάξιος»
να κρίνει πολιτικές τι απομένει; Μα φυσικά τα μεμονωμένα πρόσωπα! Και πως
μπορεί να γίνει αυτό; Μα φυσικά με τα ΜΜΕ (όπως γίνεται σήμερα με τα
τηλεπαράθυρα), ή με έντεχνη παρα-πληροφόρηση (φήμες, παρασκήνιο κλπ).
-Το επικοινωνιακό λοιπόν σκηνικό
είναι πρόθυμο να προσφέρει την αμέριστη (με τα ανάλογα ανταλλάγματα βεβαίως)
υποστήριξή του στην προβολή των μεμονωμένων και ουσιαστικά αποκομμένων προσώπων
(εγκλωβισμένων στη ματαιοδοξία τους).
Η κάθε πλευρά έτσι καταφέρνει να
αποκομίσει αυτό που επιδιώκει:
-Οι συγκεκριμένοι Πολιτικοί, συνδικαλιστές
να καλύψουν ουσιαστικά την ανεπάρκειά
τους και σ’ αυτό το θολό τοπίο επομένως να επιβάλλουν την δήθεν αυθεντία τους,
διασφαλίζοντας έτσι τη διαιώνιση της ατομικής (και μόνο) κυριαρχίας τους
-Τα ΜΜΕ, και γενικότερα η
σκοτεινή διακίνηση της πληροφορίας, δημιουργώντας μια εικονική πραγματικότητα,
καλλιεργούν και αναδεικνύουν συστηματικά τα ατομικά πάθη έναντι της συλλογικής
συνείδησης. Παράλληλα καθιστούν βαθμιαία τους πολίτες, εργαζόμενους παθητικούς
δέκτες μιας ισοπέδωσης, που μόνο νόημα δίνει η προσωπική επιθυμία, το Υπερεγώ
και η εξασφάλιση του ατομικού συμφέροντος. Με αυτόν τον τρόπο και έχοντας σε
ομηρία τα μεμονωμένα αδύναμα πολιτικά πρόσωπα, εξασφαλίζει αθόρυβα τα
συμφέροντα των ισχυρών έναντι του λαού και των εργαζομένων.
Έτσι οι πολίτες βομβαρδίζονται από ασύνδετες-αποσπασματικές
πληροφορίες, καθιστώντας δύσκολο (αν όχι αδύνατο σε συνδυασμό με την
ελλειμματική παιδεία) να έχουν μια ξεκάθαρη εικόνα της συνολικής
πραγματικότητας και άρα οποιουδήποτε νοήματος με αποτέλεσμα να «εθίζονται» στα
μεμονωμένα και αποσπασματικά γεγονότα, που οδηγούν στιγμιαία σε διέγερση και
όξυνση των παθών, διαχρονικά όμως σε μεγαλύτερη κάθε φορά παθητικότητα και
επομένως αδιαφορία. Έτσι ο λαός, οι εργαζόμενοι, σαν το ραγιά πριν 200 χρόνια, κρατούνται δέσμιοι στον ύπνο του δικαίου από τους διάφορους τυχοδιώκτες (άρχοντες,
προύχοντες, πολιτικάντηδες, και
κατέχοντες) οι οποίοι γλεντούν εις βάρος του.
Αντιθέτως στην προοδευτική
προσέγγιση η «αυθεντία» έχει καταρρεύσει προ πολλού. Το αξίωμα της «αυθεντίας»
εκτοπίζεται ανεπιστρεπτί από την ολική-σφαιρική προσέγγιση και από την αμοιβαία
σχέση και αλληλεπίδραση του όλου με του μέρους και του μέρους με το όλον. Με
αυτό τον τρόπο αποκαθίστανται η πραγματική αξία του κάθε πολίτη και πολιτικού
αλλά και η αμφίδρομη σχέση με το σύνολο.
Έτσι το κάθε άτομο έχει την οντότητά του, την αξία του,
που πηγάζει από το σύνολο και το σύνολο
έχει πραγματική σημασία μέσα στη κάθε οντότητα. Η οριζόντια αυτή δομή (κανένας
δεν είναι πιο ισχυρός από τον άλλο, αλλά ο καθένας έχει την αξία του
εντασσόμενος στο συνολικό πλαίσιο) ουσιαστικά οδηγεί σε ένα άλλο μοντέλο της
παγκόσμιας κοινωνίας. Αυτό του ανθρωπισμού και της αλληλεγγύης απέναντι στον
άκρατο ανταγωνισμό.
Το μοντέλο αυτό οδηγεί όχι στην
απλή ένωση δυνάμεων αλλά στον πολλαπλασιασμό δυνατοτήτων και την
ανθρώπινη αντίληψη σε άλλο σύστημα αναφοράς, ανατρέποντας τις ισχύουσες
συμβάσεις. Η αμοιβαία και ισότιμη
λοιπόν αλληλεπίδραση οδηγεί στην εδραίωση συλλογικής συνείδησης (απέναντι
στα ατομικά-εγωιστικά πάθη και στη συλλογική αφασία που αυτά οδηγούν) δημιουργώντας
τις προϋποθέσεις για μια ουσιαστική ανέλιξη και πρόοδο των λαών, των κοινωνιών,
των ανθρώπων.
Έτσι η «πεποίθηση» ότι ο άνθρωπος
δεν μπορεί να εξελιχθεί χωρίς ανταγωνισμό αποδεικνύεται ως τεχνητή ψευδαίσθηση
του υφιστάμενου πλαισίου της Αγοράς και της κατεστημένης ιδεολογίας που τη
στηρίζει. Εξάλλου τα θεμέλια αυτής της ριζοσπαστικής αντίληψης τα έθεσαν εδώ
και 2500 χρόνια οι μεγάλοι μας φιλόσοφοι,
ο Σωκράτης, ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης αλλά και πολλοί άλλοι μέχρι την
πρόσφατη Ευρωπαϊκή διανόηση.
Για παράδειγμα, στην πρώτη εκδοχή το περιβάλλον λαμβάνεται
ως κάτι συμπληρωματικό του ανθρώπου, δηλ. αναλώσιμο (εάν το επιβάλλει ο
ανταγωνισμός=εγωισμός το αφανίζουμε ή το ρυπαίνουμε χωρίς να μας ενδιαφέρουν οι
τυχόν επιπτώσεις), διότι αυτό που ενδιαφέρει είναι η φαινομενική ατομική
ευημερία, επομένως τα κέρδη δηλ. η Αγορά και οι κανόνες της καθορίζουν τα
πάντα.
Σε αντιδιαστολή, η προοδευτική
προσέγγιση θεωρεί το περιβάλλον αναπόσπαστο στοιχείο του όλου. Το πρόσκαιρο
κέρδος (της άλλης προσέγγισης) δεν έχει καθοριστική σημασία σ’ αυτό το μοντέλο
μιας και αναδεικνύεται μια άλλη αξία, αυτή του συνόλου και επομένως και του
περιβάλλοντος, ως μέρους του όλου. Η
υπεραξία του όλου υποσκελίζει το ατομικό κέρδος αποκαλύπτοντας άλλων διαστάσεων
οφέλη που σήμερα ούτε καν τα διανοούμαστε. Έτσι η αρμονική ένταξη του
περιβάλλοντος στο όλον, έχει ως
αποτέλεσμα την αξιοποίησή του με σκοπό τη συνεχή βελτίωση και αναβάθμισή του,
γιατί αποτελεί κύριο παράμετρο για την επιβίωση και εξέλιξη μιας ανθρώπινης
κοινωνίας (και όχι την συνεχή υποβάθμισή του όπως συμβαίνει στη
συντηρητική-κατεστημένη προσέγγιση).
Η μετάβαση λοιπόν από το ατομικό-αποσπασματικό-εγωιστικό
συμφέρον, στη συλλογική συνείδηση
αποτελεί τον θεμέλιο λίθο της παγκόσμιας ζητούμενης σήμερα ανατροπής, σε όλα τα
επίπεδα.
Στη χώρα μας, μέχρι σήμερα, δεν
έχουμε καταφέρει να καλλιεργήσουμε και
να εμπεδώσουμε την ουσιαστική συλλογικότητα και όχι την τυπική ένωση
μεμονωμένων ατόμων, που υποκριτικά μόνο αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Σίγουρα η
Παιδεία, κυρίως με την ευρύτερη έννοια και όχι αυτή της συγκέντρωσης ανερμάτιστων γνώσεων μπορεί να διαδραματίσει ριζοσπαστικό ρόλο σ’ αυτή την ανατροπή.
Προϋπόθεση όμως όλων είναι η ρητή πολιτική βούληση και κυρίως η Πράξη (γιατί παραμύθια έχουμε ακούσει πολλά), η οποία μπορεί να προέλθει μόνο από προοδευτική-ριζοσπαστική-κοινωνική
προσέγγιση και όχι από συντηρητικές-ατομικιστικές-νεοφιλελεύθερες. Πολιτική βούληση και Πράξη μέσα από ένα Νέο Κίνημα που θα εμπνεύσει και θα κινητοποιήσει το σύνολο των Λαϊκών Δυνάμεων, διότι ο αγώνας του θα είναι να αποδοθεί η εξουσία (για πρώτη φορά στην Νεώτερη Ελληνική Ιστορία) εκεί που πραγματικά ανήκει: στον Λαό!!!